φθαρτοῦ

φθαρτοῦ
φθαρτός
destructible
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίκηρος — ἐπίκηρος, ον (AM) και ἐπικήριος, ον (Α) 1. φθαρτός, θνητός 2. (για πράγμ.) αυτός που υπόκειται σε ανάλωση, σε φθορά, σε καταστροφή αρχ. 1. (για φυτά) λεπτός, λεπτοφυής 2. αυτός που επιφέρει κακό αποτέλεσμα, επικίνδυνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • υδρόρροια — η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ [υδρορόος] νεοελλ. ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα τού σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα τού πρόσθιου ή τού μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”